- λιθανθρακοφόρος
- -ο θηλ. και -α1. (για έδαφος) αυτός που περιέχει λιθάνθρακες2. φρ. «λιθανθρακοφόρος περίοδος» ή, απλώς, «λιθανθρακοφόρο»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος και το οποίο αποτελεί την πέμπτη από τις έντεκα περιόδους που συνιστούν τη γεωλογική ιστορία τού πλανήτη μας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carbonifere. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.