λιθανθρακοφόρος

λιθανθρακοφόρος
-ο θηλ. και -α
1. (για έδαφος) αυτός που περιέχει λιθάνθρακες
2. φρ. «λιθανθρακοφόρος περίοδος» ή, απλώς, «λιθανθρακοφόρο»
γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος και το οποίο αποτελεί την πέμπτη από τις έντεκα περιόδους που συνιστούν τη γεωλογική ιστορία τού πλανήτη μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carbonifere. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθανθρακοφόρος — α, ο το μέρος όπου υπάρχουν λιθάνθρακες: Τα λιθανθρακοφόρα στρώματα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”